ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΘΟΛΙΚΑ

Ἡ Μονὴ ἔχει τὴν ἰδιαιτερότητα νὰ διαθέτει δύο Καθολικά. Τὸ παλαιὸ Καθολικὸ εἶναι ἕνα μνημεῖο τέχνης, ἀλλὰ καὶ χῶρος ἰδιαίτερα κατανυκτικὸς καὶ ὑποβλητικός. Ὁ κυρίως Ναὸς κτίστηκε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰ., καὶ προστέθηκαν στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες οἱ χοροί, ἡ λιτὴ καὶ ὁ ἐξωνάρθηκας. Διακρίνονται σ᾿ αὐτό, οἱ πρωτοχριστιανικοὶ κίονες (6ου αἰ.) μεταφερμένοι ἐδῶ σὲ δεύτερη χρήση, τὸ περίφημο ψηφιδωτὸ δάπεδο τοῦ 10ου αἰ., τὸ πρῶτο μαρμάρινο τέμπλο 11ου αἰ. μὲ τὰ περίτεχνα θωράκια καὶ τὸ ἐπιστύλιό του, τὸ ἐπιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ 17ου αἰ. μὲ τὶς εἰκόνες του, ἀλλὰ καὶ οἱ τοιχογραφίες τοῦ Μοναχοῦ Ἀντωνίου, 16ου αἰ. Τὸ μεγάλο Καθολικὸ τοῦ 19ου αἰ. θαυμάζεται γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του, τοὺς ὀκτὼ τρούλλους, καὶ τὸ μαρμάρινο τέμπλο τοῦ Τηνίου μαρμαρογλύπτη Ἀντ. Λύτρα.



 

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Στὸ μεγάλο Καθολικὸ φυλάσσονται, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Κεχαριτωμένης, 13ου αἰ., καὶ ἱερὰ Λείψανα (Τίμιο Ξύλο, αἷμα Τ.Προδρόμου καὶ Ἁγ. Δημητρίου, Λείψανα τῶν Ἁγ. Γεωργίου τροπαιοφόρου, Ἁγ. Στεφάνου, Ἁγ. Τρύφωνος, ἡ δεξιὰ τῆς Ἁγ.Μαρίνας, πέλμα Ἁγ.Θεοδώρου Τήρωνος κ.ἄ.), ποὺ μὲ τὴν θαυματουργὸ χάρη τους μεταδίδουν στοὺς πιστοὺς τὸν ἁγιασμό. Ἐπίσης, ἕνα πλῆθος κειμηλίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας καὶ Ἁγιορειτικῆς τέχνης, ποὺ ἀποτελοῦν καρποὺς τῆς πολιτιστικῆς καὶ φιλοκαλικῆς Ἁγιορειτικῆς μέριμνας, εἶναι ἀποθησαυρισμένο στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Δύο ψηφιδωτὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων Γεωργίου καὶ Δημητρίου, 11ου αἰ., δῶρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ, εἰκόνες ἀπὸ τὸν 12ο ἕως τὸν 18ο αἰ., Παλαιολόγειας καὶ Κρητικῆς τεχνοτροπίας, ἄμφια χρυσοκέντητα, Ἁγιοπότηρα καὶ ἄλλα ἀργυρὰ σκεύη, ἀλλὰ καὶ χειρόγραφα περγαμηνὰ καὶ χαρτῶα ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. καὶ παλαίτυπα ἀπὸ τὸν 16ο αἰ. ἀποτελοῦν τὸ ἐκθεσιακὸ ὑλικό. Τέλος, στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς φυλάσσονται περισσότερα ἀπὸ 500 χειρόγραφα ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. καὶ ἑξῆς, καὶ περίπου 10.000 παλαίτυπα καὶ νεώτερα βιβλία.


Η ΜΟΝΗ ΣΗΜΕΡΑ

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1976 μέχρι σήμερα, ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς καθοδηγεῖται ὑπὸ τοῦ Γέροντος καὶ Καθηγουμένου Αὐτῆς Ἀρχιμ. Ἀλεξίου. Ἡ πρόνοια καὶ ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐφόρου Παναγίας Ὁδηγητρίας ἐπιφύλαξε στὴν Ἀδελφότητα τὴν βαρειὰ εὐθύνη ἀλλὰ καὶ εὐλογία τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀνακαινίσεως τῆς Μονῆς καὶ ἐπεκτάσεως τοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος. Ὁ σεβαστὸς Γέροντας εἶναι ὁ κτίτορας καὶ πνευματικὸς πατέρας καὶ τοῦ γυναικείου Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Τιμ. Προδρόμου Ἀκριτοχωρίου Σιδηροκάστρου, ποὺ θεμελιώθηκε τὸ 1981 καὶ λειτουργεῖ κατὰ τὴν τάξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τέλος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος ὑπάγεται ἡ Σκήτη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Μετόχιο τοῦ Ἁγίου Φιλίππου. Ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, ἔχει τὰ Μετόχια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Σκόπελο, τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος στὴν Ν.Καλλικράτεια Χαλκιδικῆς, καὶ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν Ν.Ἰωνία Ἀττικῆς. Ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ εἶναι ταγμένη στὴν λατρεία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὴν ἄσκηση τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, μὲ πρώτη τὴν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον, στὸ πρόσωπο τῶν συμμοναστῶν καὶ τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας καλοῦνται νὰ διαφυλάξουν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ διασώσουν τὴν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ διαμορφώνονται καὶ χαρακτηρίζονται καὶ τὰ διακονήματα τῶν Μοναχῶν. Ὁ ἐκκλησιαστικός, ὁ ἀρχοντάρης, ὁ κηπουρός, ὁ δενδροκόμος, ὁ μάγειρος, ὁ τραπεζάρης, ὁ μάγκιπος (φούρναρης), ὁ νοσοκόμος κ.ἄ., διακονοῦν στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Παράλληλα ὅμως, ὁ ἁγιογράφος, ὁ ξυλουργός, ὁ ψάλτης κ.ἄ., ἐκτὸς τῆς διακονίας τῆς Ἀδελφότητος, καλλιεργοῦν καὶ διασώζουν μιὰ μακραίωνα παράδοση καὶ τέχνη, πρὸς ἔπαινο τοῦ Ἁγιορειτικοῦ πνεύματος καὶ τῆς Ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς μας.

ΕΦΕΣΤΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Εὐλογία μεγίστη γιὰ τὴν Μονὴ καὶ τοὺς προσκυνητές, ἀποτελεῖ ἡ παρουσία τῶν δύο ἐφεστίων θαυματουργῶν εἰκόνων, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου, 9ου αἰ., καὶ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, 14ου αἰ., στὸ κέντρο τοῦ νέου Καθολικοῦ.

Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας· οἱ διῶκτες τῶν εἰκόνων, ἀφοῦ τὴν ἔριψαν στὴν φωτιά, καὶ ἔμεινε ἀνέπαφη, τὴν τραυμάτισαν μὲ ξίφος στὸ πρόσωπο, ἀπ᾿ ὅπου ἔρρευσε αἷμα ποὺ κατέπληξε τοὺς εἰκονομάχους. Τελικά, τὴν ἔριψαν στὴν θάλασσα, καὶ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔφθασε στὴν Μονὴ μας τὸν 10ο αἰ., καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, ἡ Μονὴ ἔλαβε τὸ ὄνομά του.


Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας κοσμοῦσε τὸν δεξιὸ κίονα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου μέχρι τὸ 1730, ὅταν κάποια ἡμέρα θαυματουργικά, ἦλθε μόνη της καὶ βρέθηκε στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν ἀσφαλισμένες. Οἱ Βατοπεδινοὶ πατέρες τὴν ἀνεζήτησαν καὶ νομίζοντας ἀνθρώπινη ἐνέργεια τὴν μεταφορά της, τὴν ἐπέστρεψαν καὶ τὴν ἀσφάλισαν στὸ Καθολικό τους. Τὸ θαῦμα, ὅμως, τῆς Παναγίας ἐπαναλήφθηκε καὶ διαβεβαιώθηκαν ὅλοι ὅτι εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας νὰ παραμείνει στὴν Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος, πρὸς χάρη τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων τέκνων Της.


Στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος καὶ σὲ περίτεχνο ξυλόγλυπτο προσκηνυτάριο βρίσκεται ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Παναγίας Κεχαριτωμένης, ἡ ὁποῖα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 13ο αἰῶνα. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τὴν τοποθέτησαν στὸ σύνθρονο ἀπὸ ἰδαίτερη εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ τελοῦνται ἀπὸ τὴ Χάρη της.


Ἡ Παναγία κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸν Χριστό, εἰκονιζόμενο ἀπὸ τὴν πλάτη νὰ παίζει μὲ τὴ Μητέρα Του χαϊδεύοντας μὲ τὸ δεξί Του χέρι τὸ πρόσωπό της. Ἡ Παναγία ἀσπάζεται τρυφερὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκδηλώνουσα τὴ μητρική της στοργή, καὶ κρατάει μὲ τὸ ἕνα της χέρι τὸ πόδι Του, καὶ μὲ τὸ ἄλλο κλειστὸ εἰλητάριο.


Στὸ χρυσὸ βάθος τῆς εἰκόνος ἀναγράφονται οἱ συντομογραφίες «Μ(Η)ΤΗΡ Θ(ΕΟ)Υ» καὶ ἡ ἐπιγραφὴ «Η ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ». Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ ζωηρὴ στάση τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ μελαγχολικὴ ἔκφραση τῆς Παναγίας παραπέμπει στὸ μελλοντικὸ Πάθος τοῦ Κυρίου.


Ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ εἶναι ταγμένη στὴν λατρεία καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ τὴν ἄσκηση τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, μὲ πρώτη τὴν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον, στὸ πρόσωπο τῶν συμμοναστῶν καὶ τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας καλοῦνται νὰ διαφυλάξουν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ διασώσουν τὴν ὑπερχιλιετῆ παράδοση τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων.

Ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ διαμορφώνονται καὶ χαρακτηρίζονται καὶ τὰ διακονήματα τῶν Μοναχῶν. Ὁ ἐκκλησιαστικός, ὁ ἀρχοντάρης, ὁ κηπουρός, ὁ δενδροκόμος, ὁ μάγειρος, ὁ τραπεζάρης, ὁ μάγκιπος (φούρναρης), ὁ νοσοκόμος κ.ἄ., διακονοῦν στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Παράλληλα ὅμως, ὁ ἁγιογράφος, ὁ ξυλουργός, ὁ ψάλτης κ.ἄ., ἐκτὸς τῆς διακονίας τῆς Ἀδελφότητος, καλλιεργοῦν καὶ διασώζουν μιὰ μακραίωνα παράδοση καὶ τέχνη, πρὸς ἔπαινο τοῦ Ἁγιορειτικοῦ πνεύματος καὶ τῆς Ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς μας.


Φωτογραφίες Ἱερᾶς Μονῆς